πεπαινόμενα

πεπαινόμενα
πεπαίνω
ripen
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεπαίνω — ΝΜΑ [πένων] παθ. πεπαίνομαι γίνομαι ώριμος, ωριμάζω («έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια», Παπαδ.) μσν. αρχ. παθ. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι αρχ. 1. (σχετικά με φυτό) καθιστώ κάτι ώριμο, μαλακώνω 2. (αμτβ.) έχω ώριμους καρπούς 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”